- κάκιστον
- κακόςbadmasc acc sgκακόςbadneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
БАНИ — • Balneum, balineum, βαλανει̃ον, называлось простое приспособление для купанья, a balineae или balneae баня, купальня в собственном смысле. I. Купальни у греков не в такой степени, как у римлян, были предметом роскоши и… … Реальный словарь классических древностей
κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… … Dictionary of Greek